Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: αυνανίζομαι
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αυνανίζομαι [avnanízome] Ρ2.1β : (και επιστ.) προκαλώ αφροδίσιο οργασμό στον εαυτό μου χωρίς τη συμμετοχή ερωτικού συντρόφου· μαλακίζομαι.

[λόγ. αυναν(ισμός) -ίζομαι (αναδρ. σχημ.)]

[Λεξικό Γεωργακά]
αυνανίζομαι [avnanízome] (L)
  • practise onanism, masturbate, abuse o.s. (syn μαλακίζομαι):
    • οι φυλακισμένοι αυνανίζονται συνέχεια (Tsitseli) near-syn αυτοϊκανοποιούμαι, αυτοηδονίζομαι

[fr kath αυνανίζομαι, der of Aυνάν, Gr (LXX, Gen 38. 4-9) rendering of Heb Onan]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go