Combined Search
| 2 items total [1 - 2] | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αυλακιάζω [avlakázo] & αυλακίζω [avlakízo] Ρ2.1α : ανοίγω, σκάβω αυλακιές για να φυτέψω: ~ τον κήπο.
[ελνστ. αὐλακίζω & μεταπλ. αυλακ(ίζω) -ιάζω]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αυλακιάζω [avlacjázo] agric
- dig furrows or ditches, furrow (syn αυλακώνω 1):
- ~ το χωράφι
[der of αυλάκιν (Pontic) ← K αὐλάκιον]
- dig furrows or ditches, furrow (syn αυλακώνω 1):



