Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: αυθορμητισμός
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αυθορμητισμός ο [afθormitizmós] Ο17 : η ιδιότητα του αυθόρμητου: Ο ~ μιας πράξης / ενός προσώπου.

[λόγ. αυθόρμητ(ος) -ισμός απόδ. γαλλ. spontanéité]

[Λεξικό Γεωργακά]
αυθορμητισμός [afθormitizmós] ο, (L) = αυθορμητικότητα
:
  • αφελής, δημιουργικός, εφηβικός, ποιητικός, συγκινητικός ~ |
  • η ειλικρίνεια του αυθορμητισμού |
  • ~ του παιδιού |
  • παρασύρεται από τον αυθορμητισμό του |
  • υμνεί τη φύση οδηγημένος αποκλειστικά από τον αυθορμητισμό της στιγμής (Papatsonis) |
  • με τη στοχαστική ψυχραιμία τους αντισταθμίζουν τον άκριτο κάποτε αυθορμητισμό της ράτσας (Karagatsis) |
  • η επανάσταση δεν ξεκινά από λαϊκό αυθορμητισμό (Nestor) |
  • μέσα του επικρατεί .. ένας φόβος, που του σκοτώνει τον αυθορμητισμό (Chatzinis)

[fr kath (neol) αυθορμητισμός, der of αυθόρμητος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go