Combined Search
| 3 items total [1 - 3] | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αυθαιρετώ [afθeretó] Ρ10.9α : κάνω αυθαιρεσίες, ενεργώ με τρόπο αυθαίρετο.
[λόγ. αυθαίρετ(ος) -ώ]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αυθαιρετώ [afθeretό] αυθαιρετεί, ipf αυθαιρετούσα, aor αυθαιρέτησα (subj αυθαιρετήσω)
- ① behave arbitrarily, cavalierly, or whimsically, take liberties:
- εναντίον του έργου αυθαιρετούν και οι δυο πρωταγωνίστριες (Athanasiadis-N) |
- ανάγκη λοιπόν να αυθαιρετήσει η φαντασία και να το φανταστεί [το καράβι] ανθισμένο ολόκληρο (id.) |
- δεν αυθαιρετούμε λοιπόν που την αναγνωρίσαμε [την ποιητική διαλεκτική] και στους πρώτους στίχους του έπους (Maronitis)
- ② abuse one's authority or power, commit highhanded acts:
- αρκετοί αστυνομικοί αυθαιρετούν από εμπάθεια εναντίον πολιτών συγκεκριμένης πολιτικής τοποθετήσεως |
- η πολιτεία ομολόγησε ότι αυθαιρετούσε αντισυνταγματικά |
- τ' αφεντικό αυθαιρετούσε κι έβαζε παραπάνω στο δικό του μερτικό (Loukatos)
[fr kath (neol: Koumanoudis) αυθαιρετώ, der of αυθαίρετος]
- ① behave arbitrarily, cavalierly, or whimsically, take liberties:
[Λεξικό Γεωργακά]
- αυθαιρέτως [afθerétos] adv (L)
- arbitrarily, capriciously, highhandedly (syn in αυθαίρετα):
- η δυναστεία .. διορίζει ~ πρωθυπουργούς της αρεσκείας της (Petsalis) |
- θα απομάκρυνε ~ τον εκλεκτό του λαού από την εξουσία (Roussos)
[fr kath αυθαιρέτως ← MG, PatrG ← K (also pap), der of αὐθαίρετος]
- arbitrarily, capriciously, highhandedly (syn in αυθαίρετα):



