Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ατόρνευτος
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ατόρνευτος -η -ο [atórneftos] Ε5 : που δεν τον επεξεργάστηκαν με τόρνο. ANT τορνευμένος. || (μτφ.): ~ λόγος, αδούλευτος, χωρίς καλλιέργεια. Aτόρνευτη φράση.

[λόγ. < μσν. ατόρνευτος < α- 1 τορνεύ(ω) -τος]

[Λεξικό Γεωργακά]
ατόρνευτος, -η, -ο [atόrneftos]
  • ① = ατορνάριστος
  • ② fig not fashioned skilfully or artistically, unpolished, rough (syn αδούλευτος Α2, άξεστος2 2, ant τορνεμένος, τορνευτός):
    • ατόρνευτη γλώσσα |
    • ατόρνευτο ποίημα
  • ⓐ coarse, rude, unpolished, unrefined (syn ακαλλιέργητος 2, άξεστος2 3):
    • ατόρνευτος άνθρωπος

[fr MG (CGL) ατόρνευτος, cpd w. τορνευτός]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go