Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: αττικίζω
4 items total [1 - 4]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αττικίζω [atikízo] Ρ2.1α : μιμούμαι το ύφος και τη γλώσσα των αρχαίων αττικών συγγραφέων.

[λόγ. < ελνστ. ἀττικίζω, αρχ. σημ.: `συμμαχώ με τους Aθηναίους΄]

[Λεξικό Γεωργακά]
αττικίζω [aticízo] (L) philol, arche.
  • be reminiscent of or imitate the Attic style, atticize:
    • οι Xριστιανοί συγγραφείς .. περηφανεύονται ότι ξέρουν να αττικίζουν τέλεια (Tatakis) |
    • συνέκρινε [το αγαλμάτιο] με την Aθηνά από τη Λέπτη .. και πρόσεξε σωστά πως αττικίζει λιγότερο από ό,τι εκείνη (Bakalakis)

[fr kath αττικίζω ← K (also pap), AG, der of ἀττικός]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αττικίζων -ουσα -ον [atikízon] Ε12 : (λόγ.) που αττικίζει, που μιμείται το ύφος και τη γλώσσα των αρχαίων αττικών συγγραφέων: Aττικίζοντες συγγραφείς. Aττικίζουσα γλώσσα και ως ουσ. η αττικίζουσα.

[λόγ. μεε. του αττικίζω]

[Λεξικό Γεωργακά]
αττικίζων, -ουσα, -ον [aticízon] (L) philol, arche.
  • reminiscent of or imitating the Attic style, atticizing (syn αττικιστικός):
    • αττικίζοντες συγγραφείς |
    • αττικίζοντες ιστορικοί |
    • αττικίζουσα καθαρεύουσα (syn αρχαΐζουσα καθαρεύουσα) |
    • περάσαμε από την αττικίζουσα γλώσσα, την καθαρεύουσα, στη δημοτική (Papanoutsos) |
    • η πλαστική ανάδειξη των μορφών [είναι] αττικίζουσα, η σύνθεση όμως έχει πρωτοτυπία επαρχιακή (Karouzou)

[fr kath αττικίζων ← K, prp of αττικίζω]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go