Combined Search
| 2 items total [1 - 2] | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ατσιγάριστος -η -ο [atsiγáristos] Ε5 : που δεν τον τσιγάρισαν. ANT τσιγαρισμένος: Aτσιγάριστο κρέας.
[α- 1 τσιγαρισ- (τσιγαρίζω) -τος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ατσιγάριστος, -η, -ο [atsiγáristos] cook.
- not browned, not prefried (ant τσιγαρισμένος, τσιγαριστός):
- ατσιγάριστο κρέας |
- ατσιγάριστα κρεμμύδια, χόρτα
[cpd w. τσιγαριστός (: τσιγαρίζω)]
- not browned, not prefried (ant τσιγαρισμένος, τσιγαριστός):



