Combined Search
| 2 items total [1 - 2] | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ατσαλένιος -α -ο [atsalénos] Ε4 : ΣYN ατσάλινος. α. κατασκευασμένος από ατσάλι (χάλυβα)· χαλύβδινος: Aτσαλένια λάμα. Aτσαλένια λίμα. β. (μτφ.) που είναι ανθεκτικός ή σκληρός όπως το ατσάλι: Aτσαλένια μπράτσα. Aτσαλένια δύναμη.
[ατσάλ(ι) -ένιος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ατσαλένιος, -α, -ο [atsalénjos]
- ① made of steel, steely, steel (syn ατσάλινος 1, ατσαλωτός 1, L χαλύβδινος):
- ατσαλένια κλωστή, λαμαρίνα, πανοπλία, περικεφαλαία, χορδή |
- ατσαλένιο αμόνι, ελατήριο, εργαλείο, μαχαίρι, τσεκούρι |
- τοιμαζότανε πάλι για μιαν εξόρμηση κάτω απ' το ατσαλένιο χαλάζι των πολυβόλων (Myriv) |
- χώθηκε ανάμεσα στα ψηλά ατσαλένια τείχη των δυο βαποριών (Karagatsis) |
- μ' όλη την ατσαλένια και κάποτε κακεντρεχή προσωπίδα της απάθειας, είναι κατά βάθος ένας ρομαντικός (Melas) |
- folks. οπού έχει ανώγεια δίπατα κι αυλές μαρμαρωμένες | και παρεθύρια προύντζινα και πόρτες ατσαλένιες (Theros)
- ② steel-colored, steel-gray, steely (syn ατσάλινος 2, ατσαλόχρωμος, near-syn γκρίζος):
- [το πουλί] άστραψε μια στιγμή με ατσαλένιες αναλαμπές και χάθηκε μέσα στα καλάμια (Kazantz) |
- ο δρόμος με την ατσαλένια λουρίδα του τραβάει για την πρωτεύουσα της Bοιωτίας (Iatridi) |
- την καρφώνει ασάλευτη με την ατσαλένια της ματιά (Karagatsis) |
- δεν είχαν μόνο ατσαλένιο χρώμα τα μάτια του, αλλά πρόδιναν .. θέληση και επιμονή (Louros)
- ③ fig steely, steel, strong, hard (syn ατσάλινος 3, ατσαλωτός 2, γερός, δυνατός, χαλύβδινος):
- ατσαλένια κράση, ψυχή |
- ατσαλένιο κορμί, στήθος |
- ατσαλένια μπράτσα, χέρια |
- ατσαλένια νεύρα |
- η απόφασή του εκείνη είχε μεταπλαστεί σε ατσαλένια θέληση (Bastias) |
- οι γυναίκες .. ανέβαιναν με το ήσυχο, ακούραστο βήμα των ατσαλένιων τους ποδιών (ChZalokostas) |
- φώτισε σαν μετέωρο την εποχή του το ήθος κι ο ~ χαρακτήρας του (Melas) |
- poem σε ξαναφέρνω εμπρός μου πρώτη εσένανε, | ατρόμητη, ατσαλένια Mπουμπουλίνα (Myrtiotissa)
[fr postmed (Somavera) ατσαλένιος, der of ατσάλι]
- ① made of steel, steely, steel (syn ατσάλινος 1, ατσαλωτός 1, L χαλύβδινος):



