Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ατρόμαχτος
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ατρόμαχτος -η -ο [atrómaxtos] Ε5 : που δεν τον τρόμαξαν· αφόβιστος.

[α- 1 τρομακ- (τρομάζω) -τος με ανομ. τρόπου άρθρ. [kt > xt] ]

[Λεξικό Γεωργακά]
ατρόμαχτος, -η, -ο [atrόmaxtos]
  • fearless, bold, dauntless (syn άσκιαχτος, ατρόμητος, άτρομος2, άφοβος):
    • ~ στρατιώτης |
    • αξίζει ξεχωριστά το σαΐτεμα, που τινάζει κατά του δασκαλισμού, με χέρι ατρόμαχτο, ηχηρότατα (Palam) |
    • poem αφέντρα να 'σαι των πυρών ατιών, που θα σε φέρνουν | αθάμπτωτη στις αντηλιές και ατρόμαχτη στα σκότη (Tsatsos) [cpd w. τρομακτός (& ModG

[Athanas] τρομαχτός), whose der is τρομακτικός (& ModG τρομαχτικός); cf adv (Koumanoudis) τρομακτικώς; cf PatrG τρομάσσω 'tremble w. fear', aor ἐτρόμαξα & τρομάζω Isid. Pelus., epist. (+435) & ModG]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες