Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ατροφώ
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ατροφώ [atrofó] Ρ10.9α : (λόγ.) 1. (ιατρ.) πάσχω από ατροφία, είμαι καχεκτικός: Έχουν ατροφήσει τα νεύρα των ποδιών του. 2. (μτφ.) για καταστάσεις που βρίσκονται σε υπολειτουργία ή σε υπανάπτυξη: H πολιτιστική ζωή στην επαρχία έχει ατροφήσει.

[λόγ. < ελνστ. ἀτροφῶ]

[Λεξικό Γεωργακά]
ατροφώ [atrofό] ατροφεί, ipf ατροφούσα, aor ατρόφησα (subj ατροφήσω), pf & plupf έχω-είχα ατροφήσει, ppp ατροφημένος, (L)
  • ① intr undergo atrophy, become atrophic, degenerate, shrink (near-syn ατονώ A1, ant υπερτροφώ):
    • λόγω δυσκινησίας οι μυς των αρθρώσεων ατροφούν |
    • ύστερα από χρόνια .. παραμορφώνεται το κόκκαλο, όλο το πόδι ατροφεί (Kazantz) |
    • εδώ ατροφούν μύες και λίπος, ώστε το πρόσωπο μοιάζει σαν νεκροκεφαλή (Louros) |
    • γιατί .. ν' αφήνουμε τους αδένες μας ν' ατροφούν από αχρηστία; (Evelpidis) |
    • μπορούν ν' αντικαταστήσουν τα δόντια, που έχουν ατροφήσει πια (id.) |
    • poem .. σχεδόν ατρόφησαν | οι εύστροφες, πολυπλόκαμές του ρίζες (Diktaios)
  • ② fig diminish, decline, degenerate (near-syn ατονώ A2, ant υπερτροφώ):
    • ο έρωτας, το πνεύμα, η φαντασία ατροφεί |
    • η γλυπτική, η ποίηση ατροφούν |
    • οι αισθήσεις ατροφούν |
    • ατρόφησε το πολιτικό ενδιαφέρον τους |
    • τα πολεμικά στοιχεία του τζέντλεμαν ατροφούσαν και πλήθαιναν οι καθημερινές κοινωνικές του αρετές (Kazantz) |
    • παμπάλαιες αρετές, που ατρόφησαν με τον πολιτισμό, θα ξεπεταχτούν πάλι (Chatzinis)
  • ⓐ be underdeveloped or rudimentary:
    • τα γράμματα κι οι αντιπρόσωποί τους στη Pουμανία .. δεν ατροφούν στο περιθώριο της κοινωνικής ζωής (Ouranis) |
    • η τέχνη του [Mεσαίωνα] έχει μία προοπτική ατελή, όπου η τρίτη διάσταση του βάθους ατροφεί (Michelis)
  • Ⓐ trans cause to atrophy, weaken, diminish (ant δυναμώνω, υπερτροφώ):
    • κάθε πολιτισμός υπερτροφεί μιαν ιδιότητα του ανθρώπου κι ατροφεί όλες τις άλλες (Kazantz) |
    • αυτή όμως η αδράνεια φοβάμαι μην ατροφήσει τη νευροφυτική μου ατομικότητα (Karagatsis)

[fr kath ατροφώ ← K, AG ἀτροφῶ (-έω)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go