Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ατροπολόγητος -η -ο [atropolójitos] Ε5 : που δεν του επέφεραν ή που δεν μπορούν να του επιφέρουν τροπολογίες: Tο νομοσχέδιο ψηφίστηκε ατροπολόγητο.
[λόγ. α- 1 τροπολογη- (τροπολογώ) -τος]



