Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ατράβηχτος
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ατράβηχτος -η -ο [atrávixtos] Ε5 : που δεν τον έχουν τραβήξει.

[α- 1 τραβηκ- (τραβώ) -τος με ανομ. τρόπου άρθρ. [kt > xt] ]

[Λεξικό Γεωργακά]
ατράβηχτος, -η, -ο [atrávixtos]
  • ① not pulled or not pullable (ant τραβηγμένος):
    • αμάξι, καΐκι ατράβηχτο
  • ② not drawn or pumped:
    • ατράβηχτο κρασί
  • ⓐ fr which liquids have not been drawn or pumped:
    • ατράβηχτο βαρέλι
  • ③ not having receded (ant τραβηγμένος):
    • είναι ατράβηχτα τα νερά της πλημμύρας
  • ④ not withdrawn (fr bank account etc):
    • έχει ακόμα λίγα λεφτά ατράβηχτα

[cpd w. τραβιχτός bes ετράβιξα: ετραύιξα ← ταυρίζω/ταυρώ]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go