Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ατμήλατος
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ατμήλατος -η -ο [atmílatos] Ε5 : (λόγ.) που κινείται με ατμό ή με ατμομηχανή· ατμοκίνητος: Aτμήλατο όχημα / σκάφος.

[λόγ. ατμ(ο)- + αρχ. -ήλατος (θ. συγγ. του ρ. ἐλαύνω `οδηγώ΄) κατά το ιππήλατος]

[Λεξικό Γεωργακά]
ατμήλατος, -η, -ο [atmílatos] (L)
  • steam-powered, steam-driven (syn ατμήρης, ατμοκίνητος):
    • ατμήλατο πολεμικό σκάφος |
    • εκεί κατέβαζαν με τον ατμήλατο σιδηρόδρομο οι μαμάδες τα κορίτσια τους (Melas)

[fr kath (neol: Koumanoudis) ατμήλατος, cpd w. combin form -ήλατος (: ελαύνω); cf ιππήλατος, κωπήλατος etc]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go