Combined Search
| 2 items total [1 - 2] | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ατλαζένιος -α -ο [atlazénos] Ε4 : α.κατασκευασμένος από ατλάζι: Aτλαζένιο φουστάνι. β. (μτφ.) γυαλιστερός, λαμπρός σαν από ατλάζι: T΄ ατλα ζένια νερά της θάλασσας.
[ατλάζ(ι) -ένιος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ατλαζένιος, -a, -ο [atlazénjos]
- ① made of or covered w. satin cloth, satin (syn ατλάζινος, ατλαζωτός, σατινένιος):
- ατλαζένια σκούφια |
- ατλαζένιο γοβάκι, φόρεμα |
- το καντήλι .. έριχνε μια γλυκιά θλίψη απάνω στο γαλάζιο ατλαζένιο πάπλωμα (Christomanos) |
- poem και λες πως τ' ατλαζένια τους θα φύγουνε σκαρπίνια | σ' ένα σκερτσόζικο χορό κλ (Bekes)
- ② fig smooth and shiny, satiny, silky (syn ατλάζινος 2, ατλαζωτός 2, near-syn μεταξένιος):
- ~ ουρανός |
- ατλαζένια θάλασσα |
- τα ατλαζένια γαλανά νερά της λίμνης καθρεφτίζουν στις όχθες της πυκνά δάση (Ouranis) |
- πάνω του η ατλαζένια αστροφεγγιά τον κοίταζε αινιγματικά (TAthanasiadis) |
- poem λέει υπερήφανα κι αργά τις λέξεις .. για τ' ατλαζένια μάτια που αγαπούσαμε (Engonop)
[der of ατλάζι w. suff -ένιος]
- ① made of or covered w. satin cloth, satin (syn ατλάζινος, ατλαζωτός, σατινένιος):



