Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ατιμωρητί
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ατιμωρητί [atimorití] επίρρ. : (λόγ.) χωρίς τιμωρία, ποινή: Kανείς δεν μπορεί να παραβεί το θεϊκό νόμο ~.

[λόγ. < ελνστ. ἀτιμωρητί]

[Λεξικό Γεωργακά]
ατιμωρητί [atimorití] adv (L) = ατιμώρητα
:
  • ασχημονούν, σφάζονται ~ |
  • κάνουν ~ τα υπόγεια των κτιρίων κατοικίες |
  • απαλλάχτηκαν από έναν αντίπαλο ~ |
  • ~ δε χλευάζεται μια μεγάλη δύναμη της εποχής μας (Athanasiadis-N) |
  • κακουργούν στο θέμα της αγωγής των παιδιών ελεύθερα και ~ (Papanoutsos) |
  • ένα ψάρι, που κυκλοφορεί πάντοτε σε βάθος εκατό μέτρων, .. δεν μπορεί να ανεβεί ~ στην επιφάνεια (Potamianos) |
  • οι πείρες, που έχουν σταδιακά συσσωρευτεί, δεν μπορούν ν' απορριφθούν ~ (Chatzinis)
  • [fr kath ατιμωρητί ← PatrG (Eusebius

[+339]; Etym. m. 664.37), der of ατιμώρητος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go