Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ατζαμίδικος -η -ο [adzamíδikos] Ε5 : (προφ.) που γίνεται από ατζαμή· αδέξιος: Aτζαμίδικο κατασκεύασμα / ράψιμο. Aτζαμίδικες δουλειές / κουβέντες.
ατζαμίδικα ΕΠIΡΡ αδέξια. [ατζαμ(ής) -ίδικος]



