Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ατετραγώνιστος -η -ο [atetraγónistos] Ε5 : που δεν έχει ή που δεν μπορεί να πάρει τετράγωνο σχήμα. ANT τετραγωνισμένος: Aτετραγώνιστο χωράφι.
[λόγ. α- 1 τετραγωνισ- (τετραγωνίζω) -τος]



