Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- ατελώς [atelós] adv (L)
- ① imperfectly, incompletely, inadequately, deficiently (near-syn ανεπαρκώς, ασυμπλήρωτα, ελλιπώς, ant τέλεια):
- εξηγήθηκε, μελετήθηκε ~ |
- συνεργάζονται ~ |
- ~ εξερευνημένη περιοχή |
- παράθυρα με παντζούρια που έκλειναν ατελέστατα (Xenop) |
- διατυπώνει τους νόμους που τον εκφράζουν, άλλοτε τελειότερα και άλλοτε ατελέστερα (Papanoutsos) |
- τον κατατόπισε κάπως στα ελληνικά, αλλά ατελέστατα, γιατί δεν ήταν καλός δάσκαλος (Kanellop)
- ② without payment of (import) duty (syn ατελώνιστα):
- τα είδη παραλαμβάνονται ~
[fr kath ατελώς ← PatrG, K, AG ἀτελῶς, der of ἀτελής]
- ① imperfectly, incompletely, inadequately, deficiently (near-syn ανεπαρκώς, ασυμπλήρωτα, ελλιπώς, ant τέλεια):



