Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ατίναχτος
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ατίναχτος -η -ο [atínaxtos] Ε5 : που δεν τον τίναξαν: Aτίναχτο χαλί, γεμάτο σκόνη. || Aτίναχτες ελιές / μυγδαλιές.

[α- 1 τινακ- (τινάζω) -τος με ανομ. τρόπου άρθρ. [kt > xt] (διαφ. το ελνστ. ἀτίνακτος `αμετακίνητος΄)]

[Λεξικό Γεωργακά]
ατίναχτος, -η, -ο [atínaxtos]
  • ① which has not been shaken (for removal of dust), unshaken (syn αξετίναχτος 1):
    • ατίναχτη κουβέρτα |
    • ατίναχτα σκεπάσματα, χαλιά
  • ② which has not been shaken to cause the fruit to fall (near-syn αράβδιστος):
    • προχωρούσαν τώρα μέσα από τις αμυγδαλιές, που ήταν ατίναχτες και μισοκιτρινισμένες (Vasilikos)
  • ③ not thrown or hurled:
    • κρατούν αποπάνω τους το ατίναχτο αστροπελέκι του κινδύνου και του ολέθρου (Palam)
  • ④ not blown up, unexploded (ant ανατιναγμένος):
    • άφησαν τη γέφυρα ατίναχτη

[fr postmed (Somavera) ατίνακτος ← LK, cpd w. *τινακτός; cf εὐτίνακτος (Hesych. κροτητά· εκγεγλυμμένα· ευτίνακτα)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go