Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ασωτεύω
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ασωτεύω [asotévo] Ρ5.2α, Ρ5.1α : ζω άσωτη ζωή, σπαταλώ ασυλλόγιστα και διασκεδάζω χωρίς μέτρο και φραγμό: Έτσι που ασωτεύει, προκοπή δε θα κάνει. || Πού ασωτεύατε πάλι χθες βράδυ;

[ελνστ. ἀσωτεύω (αρχ. ἀσωτεύομαι)]

[Λεξικό Γεωργακά]
ασωτεύω [asotévo] ipf ασώτευα, aor ασώτεψα (& L ασώτευσα; subj ασωτέψω), pf & plupf έχω-είχα ασωτέψει, mediop ασωτεύομαι, aor ασωτεύτηκα
  • ① intr lead a dissolute life, indulge in debauchery or profligacy (syn ακολασταίνω):
    • διασκεδάζουν με γυναίκες όσο είναι νέοι, ασωτεύουν κι ύστερα παντρεύονται από συμφέρο (Xenop)
  • ② trans spend wastefully, squander, dissipate (syn καταδαπανώ, κατασπαταλώ, σκορπώ, σπαταλώ):
    • ασωτεύει τα νιάτα |
    • ασωτεύειτα φιλιά της |
    • το φεγγάρι ασώτευε τους θησαυρούς του στη μέση τ' ουρανού (Charis) |
    • ασώτεψε το βιος του για μια γυναίκα (Panagiotop) |
    • ασωτεύσατε .. τις πλούσιες πνευματικές και ψυχικές δυνάμεις, που σας είχε προικίσει η φύσις (Athanas) |
    • στην οροφή της [αίθουσας] ο Bερονέζε έχει ασωτέψει τις αλληγορικές του εμπνεύσεις (Athanasiadis-N) |
    • poem .. όλα εδώ ασωτεύονται κι άντρας κανείς δεν είναι, | ως ο Oδυσσέας, από το σπίτι μας το χαλασμό να διώξει (Homer Od 2.58 Kaz-Kakr)
  • ③ mi ασωτεύομαι squander one's talents or possibilities, waste o.s. (near-syn αναλίσκομαι L, ξοδεύομαι):
    • άνθρωποι που κατέχουν .. την ικανότητα .. να οργανώσουν ένα σύνολο .., ασωτεύονται σε δημιουργίες της μιας στιγμής (Panagiotop)

[fr postmed ασωτεύω ← K (also pap), AG ἀσωτεύομαι, der of ἄσωτος2]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go