Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- ασωτεία [asotía] η, (sp. also ασωτία)
- :
- εξακολουθούμε αμέριμνοι την κάθε λογής ~ |
- θα νόμιζε κανείς πως τα προβλήματα .., έπειτα από τόση ~ αίματος, θα είχαν εκμηδενισθεί (Panagiotop) |
- από ~ εκθέτει στον κίνδυνο στερήσεων τον εαυτό του ή την οικογένειά του (Christidis AK)
- ① dissoluteness, profligacy, prodigality (syn ακολασία 1):
- είναι επικίνδυνοι εις τες διατριβές τους και συμπόσια, φιλήδονοι και κλίνουν και ολίγο εις την ~ |
- είχε χρόνους πολλούς στην Aμερική, αλλά τον έφαγαν οι ασωτείες (Valtinos) |
- poem εκείνος, που 'χε εις ασωτείες περάσει | το πρώτο της ζωής δύσκολο μέρος (Markoras)
[fr kath ασωτεία ← postmed, MG ← PatrG, K (also pap), AG ἀσωτεία, der of ασωτεύω]



