Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ασχετοσύνη
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ασχετοσύνη η [asxetosíni] Ο30α : (προφ.) η ιδιότητα του άσχετου2.

[λόγ. άσχετ(ος) -οσύνη]

[Λεξικό Γεωργακά]
ασχετοσύνη [as] η, (L)
  • lack of qualification or knowledge, ignorance (near-syn άγνοια 1, αμάθεια):
    • πόσοι αξιωματούχοι παραιτήθηκαν, γιατί απέτυχαν από κραυγαλέα ανικανότητα ή ~;

[der of άσχετος2]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go