Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ασυρματοφόρος
1 item total
[Λεξικό Γεωργακά]
ασυρματοφόρος, -α, -ο [asirmatofόros] (L)
  • equipped w. wireless radio:
    • ασυρματοφόρο περιπολικό radio patrol car |
    • ασυρματοφόρο αυτοκίνητο της αμέσου δράσεως

[fr kath (neol) ασυρματοφόρος, cpd of ασύρματος & combin form -φόρος (: φέρω)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go