Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- ασυρματοφόρος, -α, -ο [asirmatofόros] (L)
- equipped w. wireless radio:
- ασυρματοφόρο περιπολικό radio patrol car |
- ασυρματοφόρο αυτοκίνητο της αμέσου δράσεως
[fr kath (neol) ασυρματοφόρος, cpd of ασύρματος & combin form -φόρος (: φέρω)]
- equipped w. wireless radio:



