Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: αστικοποιώ
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αστικοποιώ [astikopió] -ούμαι Ρ10.9 : 1α.εντάσσω στην αστική τάξη κπ. που ανήκει συνήθ. στην αγροτική ή στην εργατική: Mε την αύξηση του εισοδήματος αστικοποιήθηκε ένα σημαντικό τμήμα του πληθυσμού. β. αποδέχομαι τα αστικά ιδεώδη και τις αστικές συνήθειες. 2. δίνω σε μια περιοχή το χαρακτήρα αστικού κέντρου.

[λόγ. αστικ(ός) -ο- + -ποιώ απόδ. γαλλ. urbaniser]

[Λεξικό Γεωργακά]
αστικοποιώ [astikopiό] αστικοποιεί, aor αστικοποίησα, mi αστικοποιούμαι, aor αστικοποιήθηκα, pf & plupf έχω-είχα αστικοποιηθεί, (L) polit
  • ① cause to acquire bourgeois or middle-class characteristics:
    • στένεψε και αστικοποίησε τον παλαιότερο (γνήσιο) μυστικισμό της Γερμανίας (Kanellop)
  • ② mi αστικοποιούμαι acquire bourgeois or middle-class characteristics, become bourgeois:
    • αστικοποιήθηκε ο Σ., ένας άνθρωπος με τέτοια ποίηση |
    • η αναρχία σιγά σιγά αστικοποιείται (Kasimatis) |
    • ο ελεύθερος έρωτας έχει αστικοποιηθεί και δεν ξαφνιάζει πια κανέναν (Louros)

[cpd w. ποιώ]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go