Combined Search
1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αστερώνω [asterόno] aor αστέρωσα
- ① trans ornament or cover w. stars:
- poem απλώνουν τα φτερούγια τους κι επάνωθέ του ανοίγουν | βαθύν, απέραντο ουρανό και του τον αστερώνουν (Valaor) |
- .. αστέρωσε, κοίτα, η νυχτιά | την έκστασή της (Gryparis) |
- έτσι ψηλά που ανέβηκες, μοναχικό μου ελάτι, | κι αστέρωσες ως την κορφή τα σταυρωτά κλωνάρια (Myriv)
- ② intr become filled w. stars:
- αστέρωσε ο ουρανός
[fr MG (schol.), K ἀστερῶ (-όω)]
- ① trans ornament or cover w. stars: