Combined Search
2 items total [1 - 2] | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- αρχινίζω· αόρ. ερχίνισα.
-
- 1)
- α) (Mτβ.) κάνω αρχή, έναρξη μιας πράξης, ενός έργου:
- το τραγούδι … αρχινίζω (Διγ. O 2536)·
- αρχινίζει να τη διατάσσει στα πρεπά (Eρωτόκρ. Γ´ 451)·
- β) (με το σύνδ. και):
- αρχινίζει και τζόγια κάνει ολόχρουση (Eρωτόκρ. A´ 1371).
- α) (Mτβ.) κάνω αρχή, έναρξη μιας πράξης, ενός έργου:
- 2) (Aμτβ.) βρίσκομαι στην έναρξή μου:
- αρχίνιζε η αυγίτσα (Σουμμ., Παστ. φίδ. Δ´ [386]).
[<αόρ. του αρχινώ. H λ. στο Meursius (αρχηνίζειν) και σήμ.]
- 1)
[Λεξικό Γεωργακά]
- αρχινίζω [arçinízo] (& αρχινώ, αρχινάει; imper 2sg αρχίνα) ipf αρχίνιζα (αρχινούσα & αρχίναγα), aor αρχίνισα (& αρχίνιξα; subj αρχινίσω), pf & plupf έχω-είχα αρχινίσει, έχω-είχα αρχινισμένο (& αρχινημένο)
- ① trans start, begin, commence (syn in αρχίζω 1a):
- αρχίνισε να κλαίει, να χορεύει |
- αρχίνισε να τον τρίβει, να τον χτυπά |
- αρχίνισαν το μοιρολόι, το παιχνίδι, το τραγούδι |
- τα μαύρα, τα σκοτεινιασμένα αρχίνααν τώρα να γλυκολάμπουνε κι αυτά (Psichari) |
- έπαυε σιγά σιγά να με γνωρίζει και αρχίνιζε να με παίρνει για εχθρό της (Papatsonis) |
- έσυρε τον K. μέσ' την αγκάλη του και τον αρχίνισε τις παλαμιές στη ράχη (Prevelakis) |
- ήταν ανάγκη να τελειώσω την αράδα που 'χα αρχινισμένη (Kasdaglis) |
- poem .. τ' άτια λύσε, | για αρχίνα τη σφαγή και τ' άλογα θα τα φροντίσω ατός μου (Homer I1 10.481 Kaz-Kakr) |
- ξένην αισθάνεται ηδονή κι ύπνο αρχινάει να πάρει (Markoras)
- ② intr (make a) start, begin, commence (syn αρχίζω 2):
- αρχίνισε η γκρίνια, ο πόλεμος, η ταφή |
- αρχίνισαν τα χιόνια |
- η μέρα αρχίνισε καλά |
- folkt κόκκινη κλωστή δεμένη | στην ανέμη τυλιγμένη, | δώσ' της κλώτσο να γυρίσει, | παραμύθι ν' αρχινίσει introductory formula used before the start of the narration |
- επροσπαθούσαν να ανάψουν φλόγα πολέμου εις τον λαό και αρχινούσαν από τη λέξη προτροπή (Solom) |
- poem τους δυο λευκούς συντρόφους στεφανώνει, | με μιαν αγάπη, που αρχινά απ' το φως | και δεν τελειώνει (RKarthaiou)
[fr postmed, MG αρχινίζω (bes αρχινώ), der of (Somavera & Pelop, Cappad) αρχινός w. suff -ίζω]
- ① trans start, begin, commence (syn in αρχίζω 1a):