Combined Search
3 items total [1 - 3] | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αρχηγεύω [arxijévo] Ρ5.1α : 1.είμαι αρχηγός. 2. εκτελώ καθήκοντα αρχηγού, τον αναπληρώνω.
[λόγ. αρχηγ(ός) -εύω]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αρχηγεύω [arçiyévo] aor αρχήγευσα (& αρχήγεψα; subj αρχηγέψω), (L)
- ① be in command, be the leader or chief of (syn αρχηγώ):
- αρχήγευσε μετά την αποχώρηση του ιδρυτή του κόμματος |
- σήμερα είναι κατά το νόμο η ημέρα να αρχηγέψω εγώ το στρατό (Karagatsis) |
- ο καθένας από τους οπλαρχηγούς θα αρχηγεύει στους αρματωμένους του (Petsalis)
- ② fig be leading, be the leader of:
- της νέας ποιητικής σχολής .. αρχηγεύουν .. ο Δροσίνης και ο Παλαμάς (Chourmouzios)
[fr kath (neol Koumanoudis) αρχηγεύω, der of αρχηγός]
- ① be in command, be the leader or chief of (syn αρχηγώ):
[Λεξικό Γεωργακά]
- αρχηγεύων [arçiyévon] ο, (L)
- person functioning as a commander or leader:
- τον εκλογικό αγώνα τον διεξήγαγε μια επιτροπή .. με ουσιαστικό αρχηγεύοντα τον P. (Roussos, adapted)
[fr kath (neol Koumanoudis) o αρχηγεύων, substantiv. m of αρχηγεύων, prp of αρχηγεύω]
- person functioning as a commander or leader: