Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: αρτιώνω
1 item total
[Λεξικό Γεωργακά]
αρτιώνω [artiόno] ipf αρτίωνα, aor αρτίωσα (subj αρτιώσω), mediop αρτιώνομαι, aor αρτιώθηκα (subj αρτιωθώ), pf & plupf έχω-είχα αρτιωθεί, (L)
  • ① make whole or complete, round off (syn ακεραιώνω, αποπληρώνω 1a, αποτελειώνω A3b, ολοκληρώνω):
    • αρτιώνει την αφήγηση, την εικόνα, το κτίριο, το νόημα, τη σύνθεση |
    • αρτίωσε την προσπάθεια, τις σπουδές του |
    • λαχαίνει να ανακαλύψουν συμπληρωματικά στοιχεία, που θα αρτίωναν καλύτερα την αναστήλωση (Floros) |
    • ο ποιητικός μύθος αρτιώνει τη σκέψη (Tsatsos) |
    • μόνο με τον προσωπικό μόχθο θα κατορθώσει .. να αρτιώσει τον επιστημονικό του εξοπλισμό (APapageorgiou) |
    • το ποίημα αρτιώνεται σε διαδοχικά στρώματα (Dimaras)
  • ⓐ make perfect, accomplished, or consummate (syn τελειοποιώ):
    • έχομε το χρέος να αρτιώσομε τον εαυτό μας (Thrylos)
  • ② mi αρτιώνομαι make o.s. whole, complete or fulfil o.s. (syn αποπληρώνομαι, ολοκληρώνομαι):
    • αρτιώνομαι πνευματικά |
    • στις σχολές δεν θα φοιτούν παρά όσοι ενδιαφέρονται να αρτιωθούν (Thrylos, adapted) |
    • με την επιστροφή στη γυναίκα, θα αρτιωθεί ο κατά φύσιν άνθρωπος (Palaiologos) |
    • ο πνευματικός και ψυχικός του κόσμος έχει αρτιωθεί (Dimaras)
  • ⓑ become perfect, accomplished, or consummate (syn τελειοποιούμαι):
    • μέσα σ' ένα τέτοιο ιδανικό κλίμα ριζώνει και αρτιώνεται το δημοτικό τραγούδι (Dimaras) |
    • η κάθε έκφραση, σαν αρτιωθεί, γίνεται ποίηση (Panagiotop) |
    • για να αρτιωθεί η διδασκαλία του, έπρεπε να συνοδεύεται από μιαν άμεση βίωση (Theotokas)

[fr kath αρτιώ ← PatrG ἀρτιῶ (-όω)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go