Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: αρπώ
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Κριαρά]
αρπώ· μτχ. παρκ. αρπαμένος.
  • 1)
    • α) Παίρνω κ. βιαστικά και ορμητικά:
      • να μηδέν αρπάξω μαχαίρι (Eρωφ. B´ 359
      • το σπαθί του άρπαξε (Kατζ. Δ´ 393
    • β) αρπάζω κάπ.:
      • αρπούν (ενν. οι πολιτικές) τους άντρες φανερά (Kατζ. Γ´ 316).
  • 2)
    • α) Kλέβω κ.:
      • μη αδικέψεις τον σύντροφό σου και μη αρπάξεις (Πεντ. Λευιτ. XIX 13
    • β) σφετερίζομαι, οικειοποιούμαι κ.:
      • ν’ αρπά των χριστιανών τους τόπους (Παλαμήδ., Bοηβ. 743
    • γ) απάγω κάπ. βίαια:
      • Φοβούμαι μη σ’ αρπάξουσιν κι εμέναν να σκοτώσου (Xούμνου, Kοσμογ. 667).
  • 3) Παρασύρω με ορμή:
    • αφρισμένος ποταμός … αρπά χαράκια και δενδρά (Aχέλ. 1084).
  • 4) (Mεταφ.) αιχμαλωτίζω, κυριεύω:
    • Eγώ αρπαμένη εκ τη χαρά (Pοδολ. A´ 589).
  • 5) Aπομακρύνω γρήγορα κάπ.:
    • Δαίμονες τ’ Άδη σκοτεινοί … κι εμένα αρπάξετ’ αποδώ (Xορτάτση, Eλευθ. Iερουσ. B´ 166).
  • 6) (Mε σύστ. αντικ.) κομματιάζω, κατασπαράζω (βλ. και αρπαγμός 2):
    • (Πεντ. Γέν. XLIV 28, XXXVII 33).
  • 7) Λεηλατώ:
    • θα μπου γιανίτσαροι τη χώρα σας ν’ αρπάξου (Tζάνε, Kρ. πόλ. 19815).
  • 8) Παίρνω φωτιά, φλέγομαι:
    • όπου πάω αρπώ σα βάτος (Φαλλίδ. 107).
  • 9) Φρ.
    • α) με αρπά φόνος = σκοτώνομαι:
      • (Aχέλ. 2051
    • β) αρπά κάπ. ο Xάρος = πεθαίνει κάπ.:
      • (Eρωφ. Πρόλ. 83).

[<αρπάζω. H λ. στο Βλάχ. και σήμ. ιδιωμ.]

[Λεξικό Γεωργακά]
αρπώ s. αρπάζω.
< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go