Combined Search
4 items total [1 - 4] | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αροτριώ [arotriό] αροτριά, ipf αροτριούσα, (L) agric
- plow, till (syn αλετρίζω, αργάζω 3, οργώνω):
- λατρευτικό ομοίωμα δύο ζευγαριών βοδιών με ανθρώπους που αροτριούν (Floros) |
- χωρικές περνούσαν καβάλα στα μουλάρια τους· βόδια αροτριούσαν τη γη (Ouranis)
[fr kath αροτριώ ← PatrG, K (also pap) ἀροτριῶ (-άω)]
- plow, till (syn αλετρίζω, αργάζω 3, οργώνω):
[Λεξικό Γεωργακά]
- αροτριώντα ζώα [arotriόnda zόa] τα, (L) agric
- plow animals:
- ζευγάρι αροτριώντων ζώων |
- οι αγρότες να εφοδιασθούν με τα απαραίτητα γεωργικά εργαλεία, με ~ (Angelop)
[fr kath αροτριών (ζώον), prp of αροτριώ]
- plow animals:
[Λεξικό Γεωργακά]
- αροτρίωση [arotríosi] η, (L) agric
- plowing, tilling (syn in άροση)
[fr kath αροτρίωσις ← MG (Hesych.), der of K ἀροτριῶ (-όω)]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αροτριώσιμος, -η, -ο [arotriósimos] (L) agric
- arable, tillable (syn αρόσιμος):
- αροτριώσιμη γη
[fr kath (neol Koumanoudis) αροτριώσιμος, der of (Hesych.) αροτρίωσις]
- arable, tillable (syn αρόσιμος):