Combined Search
2 items total [1 - 2] | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- αρνεύω· αρνεύγω.
-
- Α´ (Mτβ.) καταπραΰνω, παρηγορώ:
- τον πόνο μου αρνεύγω και μερώνω (Eρωτόκρ. Γ´ 526).
- Β´ (Aμτβ.) παρηγορούμαι, ησυχάζω:
- Ποια πρίκα σ’ εύρε αδυνατή και κλαις και δεν αρνεύγεις; (Θυσ. 529).
[<ειρηνεύω (βλ. ά.). H λ. και ο τ. και σήμ. ιδιωμ. (Πιτυκ., κ.α.)]
- Α´ (Mτβ.) καταπραΰνω, παρηγορώ:
[Λεξικό Γεωργακά]
- αρνεύω [arnévo] aor άρνεψα (subj αρνέψω)
- ① trans soothe, pacify, calm (syn γαληνεύω, ειρηνεύω, ημερεύω):
- poem εγώ γοργά θα πιάσω τη σπηλιά, με σιργουλιές θ' αρνέψω | κι όλο θ' ανεμαζώξω το λαό, να μη χαθεί στο αλέστα (Kazantz Od 16.190) |
- .. να φουντώνει, | μια Άνοιξη κάθε φύλλο της, κάθε κλωνί δρυμός, | κι όλα τα πάθη του ντουνιά ν' αρνεύει, να μερώνει (Moschonas)
- ② intr become soothed, pacified or calm (syn γαληνεύω, ειρηνεύω, ημερεύω):
- δύσκολα αρνεύει αυτό το παιδί |
- poem ο Πέτρακας εχύθη επάνω του, κρεμάστη απ' το λαιμό του | και τον κανάκιζε και του 'λεγε λόγια απαλά, ν' αρνέψει (Kazantz Od 15.1437) |
- κι αγάλι αρνεύουν, σοζυγιάζουνται στου φεγγαριού τη γλύκα | του μυαλοδόξαρου τ' αγκαθωτά τρικυμισμένα φρύδια (ib 16.726) [fr ModG αρνεύω (postmed
[Cretan] αρνεύγω) ← ειρηνεύω 'pacify, calm']
- ① trans soothe, pacify, calm (syn γαληνεύω, ειρηνεύω, ημερεύω):