Combined Search
2 items total [1 - 2] | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αρμυρίζω [armirízo] Ρ2.1α μππ. αρμυρισμένος & αλμυρίζω [almirízo] Ρ2.1α μππ. αλμυρισμένος : κάνω κτ. αλμυρό, γίνομαι, είμαι αλμυρός: Mην αρμυρίσεις άλλο το φαΐ, γιατί δε θα τρώγεται. Tο φαΐ αρμυρίζει. Tο τυρί αρμύρισε.
[μσν. αρμυρίζω < αρχ. ἁλμυρίζω και τροπή [l > r] πριν από σύμφ. (σύγκρ. αδελφός > αδερφός)· λόγ. < αρχ. ἁλμυρίζω]
[Λεξικό Κριαρά]
- αρμυρίζω,
- βλ. αλμυρίζω.