Combined Search
1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αργομιλώ [arγomilό] ipf αργομιλούσα
- speak or talk slowly:
- η μάνα αργομιλεί, και συνοδεύει με το χτένι στ' ολόξανθο κεφάλι του παιδιού το νανουριστό της μίλημα (Vlachogiannis) |
- poem και όταν μετρημένα αργομιλεί, | στα πικραμένα χείλη της | δε σιμώνει καμιά μέλισσα .. (Palam) |
- και να περνάει ο καιρός .. | κ' εμείς ν' αργομιλούμε σα θεοί χορτάτοι .. (Kazantz Od 3.1216) |
- παίζαν τα μάτια του .., | κι αργομιλούσε ασάλευτα στυλώνοντάς με (id.)
[fr postmed (Somavera) αργομιλώ, cpd w. μιλώ]
- speak or talk slowly: