Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: αργοκινώ
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αργοκινώ [arγokinó] -ούμαι Ρ10.9 : (λογοτ.) κινώ κτ. αργά: Aργοκίνησε το χέρι του.

[αργο- + κινώ]

[Λεξικό Γεωργακά]
αργοκινώ [arγocinό] (& αργοκινάω) ipf αργοκινούσα, aor αργοκίνησα, mi αργοκινούμαι
  • ① trans move slowly (syn αργοκουνώ 1, αργοσαλεύω 1):
    • ο πατέρας αργοκινεί τα χείλη συνοδεύοντας τους χορούς των ψαλτών (Palaiologos) |
    • κάποιοι μύλοι αργοκινούν τα κουρασμένα φτερά τους (Panagiotop) |
    • εκείνη αργοκίνησε το κεφάλι κοιτάζοντας μακριά (Theotokas) |
    • τα άστρα φαίνουνταν σαν να κολυμπούν στο νερό, καθώς τα αργοκινούσε το ρεύμα (Mourelos) |
    • poem μόνον, μια στιγμή πριν φύγει |..| αργοκίνησε το χέρι, | ίσως για να σ' ευχηθεί (Solom) |
    • του οκνού του καραβιού μας | του κάκου αργοκινούμε τα κουπιά (Zevgoli)
  • ② intr begin to move or start off slowly or late:
    • και ο 'Mάκρας' αργοκινούσε .. κι ακολουθούσε με το νωθρό βάδισμά του την πελάτισσα (Vlastos) |
    • έβλεπε το πλεούμενο ν' αργοκινάει προς τον κάβο (Bastias, adapted) |
    • poem ο ήλιος κάθε δειλινό να πέσει αργοκινάει (Palam) |
    • κάτω απ' τα μαύρα σύννεφα που αργοκινούν και πάνε, | οι τιμονιέρηδες ορθοί .. (Malakasis) |
    • τη στάμνα σήκωσε στον ώμο της κι αργοκινάει στη βρύση (Kazantz Od 2.1283)
  • ③ mi αργοκινούμαι move or go slowly (syn αργοκουνιέμαι, αργοσαλεύω 2):
    • κάτι ψάρια .. που συνηθίσαμε χρόνια και χρόνια ν' αργοκινιούνται κάτω στης θάλασσας τους άβυσσους (Psichari) |
    • μέσα στα σκοτεινά και άπατα τέλματα του υποσυνείδητού τους, εκεί όπου αργοκινούνται οι αναμνήσεις (Ouranis) |
    • έβλεπες μέσα στο θαμπό νερό τα κορμιά τους κίτρινα σαν ελεφαντοκόκκαλο ν' αργοκινούνται (Karkavitsas) |
    • τα πλεούμενα είναι πολύ περισσότερα απ' όσα λογαριάζεις πως αργοκινούνται μέσα στο σκοτάδι (Charis) |
    • poem .. και των δεντρών τα φύλλα, | που τα χαϊδεύει απαλά κάθε πνοή τ' αγέρα, | αργοκινούνται .. (Karyotakis)

[cpd w. κινώ]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go