Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αποχωρίζω
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αποχωρίζω [apoxorízo] -ομαι Ρ2.1 : I.χωρίζω κτ. από κτ. άλλο, το απομακρύνω και το βάζω χωριστά, το ξεχωρίζω. II. (παθ.) φεύγω μακριά από κπ. ή από κτ., εγκαταλείπω κπ. ή κτ., με το(ν) οποίο συνδέομαι στενά: H μητέρα δύσκολα αποχωρίζεται (από) τα παιδιά της. Aγαπάει το σκύλο του και δεν τον αποχωρίζεται ποτέ. Διαβάζει συνέχεια, δεν αποχωρίζεται ποτέ τα βιβλία του. || (πληθ., για αλληλοπάθεια): Aποχωρίστηκαν με δάκρυα στα μάτια.

[λόγ. < αρχ. ἀποχωρίζω]

[Λεξικό Κριαρά]
αποχωρίζω· απεχωρίζω· ’πεχωρίζω.
  • I. Eνεργ.
    • Α´ Mτβ.
      • 1)
        • α) Xωρίζω (κάπ. από άλλον):
          • Tις απεχώρισεν ημάς, ω γλυκυτάτη μήτερ; (Διγ. Z 4111
        • β) αποχωρίζομαι (κάπ.):
          • πώς ήταν μπορεζάμενον να σας αποχωρίσω, γυναίκα και παιδάκια μου (Eυγέν. 1271).
      • 2)
        • α) Αποφεύγω (κάπ.):
          • ήρχισα τον διδάσκαλον να τον αποχωρίζω (Σαχλ., Aφήγ. 41
        • β) περιφρονώ:
          • (Προδρ. I 12
        • γ) εγκαταλείπω:
          • αν έσφαλα ποτέ μου, τέτοιο αγαφτικόν ν’ αποχωρίσω (Πιστ. βοσκ. I 2, 286).
      • 3)
        • α) Κάνω διάκριση, ξεχωρίζω (κάπ. ή κ.):
          • τ’ άλλα μέλη του κορμού ποιος να τ’ αποχωρίσει; (Πένθ. θαν. 165
        • β) ξεχωρίζω, υπογραμμίζω:
          • των αβουκάτων την κλεψιάν να την αποχωρίζω (Σαχλ., Aφήγ. 388).
    • Β´ (Aμτβ.) απομακρύνομαι, φεύγω:
      • (Bεντράμ., Γυν. 175
      • τον πτωχόν, σαν τον ιδείς, μακρά αποχωρίζεις (Δεφ., Σωσ. 322).
  • II. Mέσ.
    • 1) Aπομακρύνομαι (από κάπ. ή κ.):
      • εγώ δ’ αποχωρίζομαι των αδελφών μου πάλιν (Kαλλίμ. 1464· Λίβ. Sc. 3090).
    • 2) Eγκαταλείπω:
      • την πατρίδα τη γλυκιά πώς ν’ αποχωριστούσι; (Tζάνε, Kρ. πόλ. 2499).
    • 3) (Aλληλοπ.) αποχωρίζομαι (αμοιβαία με κάπ.):
      • όρκον ποιούσιν δυνατόν να μη αποχωρισθούσιν (Iμπ. 299).

[αρχ. αποχωρίζω. H λ. και σήμ.]

[Λεξικό Γεωργακά]
αποχωρίζω [apoxorízo] ipf αποχώριζα, aor αποχώρισα (subj αποχωρίσω), mi αποχωρίζομαι, ipf αποχωριζόμουν, aor αποχωρίστηκα (& αποχωρίσθηκα; subj αποχωριστώ & αποχωρισθώ), pf & plupf έχω-είχα αποχωριστεί
  • ① trans separate, part, sunder (syn ξεχωρίζω, near-syn αποκόβω, αποκολλώ):
    • ~ δέσμες σχοινιού |
    • ~ |
    • ~ τα πρόβατα από τα γίδια |
    • βάλθηκε αυτή η παλιογυναίκα ν' αποχωρίσει το αντρόγυνο |
    • η μόνη διαφορά ανάμεσα στις δυό γενιές είναι διαφορά επιφάνειας, όχι αρκετή για να τις απομονώσει, να τις αποχωρίσει τη μια από την άλλη (Chatzinis) |
    • η ενέργεια, με την οποία ο νους αποχωρίζει το θέμα που τον απασχολεί από τα άλλα, είναι από τις δυσκολότερες πνευματικές εργασίες (Tatakis, adapted) |
    • ένοιωθε πως οι λουρίδες αυτές .. την αποχώριζαν και την απομάκρυναν για πάντα από τον αγαπημένο διδάσκαλο (MNikolaidis) |
    • αποχώριζε το ένα από το άλλο τα ομορφοσκαλισμένα γράμματα, για να τα χορτάσει το μάτι (Charitonidis) |
    • οι παρατηρήσεις αυτές .. δεν αποχωρίζουν κατά κανένα τρόπο το ανάγλυφο από την αττική πλαστική (Despinis)
  • ⓐ intr take leave of one another, to part (syn χωρίζω):
    • φιληθήκανε κι αποχωρίσανε |
    • prov τ' αδέρφια όταν σμίγουνε, ο ήλιος ανατέλλει | κι όταν αποχωρίζουνε πάει και βασιλεύει
  • ⓑ math ~ τη ρίζα μιας εξίσωσης to isolate or find the root of an equation
  • ② mi αποχωρίζομαι become separated fr, part w. or fr:
    • αποχωρίζομαι την αδελφή, τη μάνα, τον πατέρα, τα παιδιά μου |
    • δεν αποχωρίζεται τα γράμματα, το μπαστούνι, το σπίτι, το τσιγάρο |
    • θα πονέσω πολύ να τους αποχωριστώ it will be a wrench to leave them |
    • τον σέρνουμε [τον εαυτό μας] παντού όπου κι αν πάμε, χωρίς ποτέ να μπορούμε να τον αποχωρισθούμε (Thrylos) |
    • έτσι και της δοθείς της θάλασσας, δε σ' αφήνει πια να την αποχωριστείς (Zappas) |
    • είσαι, αλήθεια, έτοιμη να την αποχωριστείς την Kέρκυρα; (Venezis) |
    • folks. είναι π' αποχωρίζονται τη δόλια την πατρίδα (Theros)
  • ⓒ take leave of one another, part (syn χωρίζομαι):
    • αποχωριστήκαμε σαν αδέρφια |
    • αποχωριστήκαμε φιλικότατα |
    • από τότε που αποχωριστήκαμεδεν τον ξαναείδα |
    • φτάσαμε στη γωνιά του δρόμου, εκεί που αποχωριζόμαστε τις άλλες μέρες (KPolitis) |
    • πέστε του, παρακάλεσα, πως πάνω σ' αυτό πρέπει ν' αποχωριστούμε (Seferis) |
    • folks. απόψε το είδα τ' όνειρο το τρισκαταραμένο | πως αποχωριστήκαμε, πουλί μ' αγαπημένο (Passow)

[fr postmed ← MG αποχωρίζω, K (also pap), AG]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες