Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αποχυλώνω [apo] aor αποχύλωσα (& L απεχύλωσα)
- ① to boil into pap, pulp (syn πολτοποιούμαι, χυλώνω):
- παράβρασαν τα ρεβίθια κι αποχύλωσαν |
- το ψάρι αποχύλωσε
- ② fig be weary, be fed up, become exhausted (near-syn αποκάμνω):
- prov καρτερώντας το χυλό απεχύλωσα κ' εγώ (IVenizelos)
[cpd w. χυλώνω; cf AG αποχυλώ 'extract juice']
- ① to boil into pap, pulp (syn πολτοποιούμαι, χυλώνω):