Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αποχετεύω
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αποχετεύω [apoxetévo] -ομαι Ρ5.1 : απομακρύνω με οχετούς οικιακά ή βιομηχανικά υγρά λύματα ή νερά της βροχής: Tα ακάθαρτα νερά της πόλης αποχετεύονται στη θάλασσα.

[λόγ. < αρχ. ἀποχετεύω `οδηγώ το νερό με αγωγό΄]

[Λεξικό Γεωργακά]
αποχετεύω [apo] ipf αποχέτευα, pass 3sg αποχετεύεται, aor subj αποχετευθεί (L)
  • drain off or away (near-syn διοχετεύω):
    • υπήρχε πιθανόν τεχνητή σήραγξ με καμάρα, που θα αποχέτευε τα νερά της βροχής (Dakaris) |
    • το ιαματικό νερό έρρεε από τη δεξαμενή μέσα στη φιάλη, για να αποχετευθεί έπειτα από κει (Pallas, adapted)

[fr kath αποχετεύω ← MG (4th c.) ← K, AG]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες