Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αποχαλώ
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αποχαλώ [apoxaló] & -άω Ρ10.4α : χαλώ, καταστρέφω εντελώς κτ. ή κπ. που έχει ήδη αρχίσει να χαλάει: Mην το πειράζεις το ρολόι, γιατί θα το αποχαλάσεις. Ήταν κακομαθημένος, τον αποχάλασες κι εσύ με τα χάδια. || για κτ. ή για κπ. που χαλάει εντελώς.

[απο- χαλώ (διαφ. το αρχ. ἀποχαλῶ `χαλαρώνω΄)]

[Λεξικό Κριαρά]
αποχαλώ.
  • Xαλώ, καταστρέφω εντελώς:
    • αφήτε με τον ταπεινόν μηδέν με αποχαλάτε (Pιμ. Bελ. ρ 724).

[<πρόθ. από + χαλώ. Άσχ. το αρχ. αποχαλάω. H λ. και σήμ. ιδιωμ.]

[Λεξικό Γεωργακά]
αποχαλώ [apoxalό] αποχαλάει, & αποχαλνώ), aor αποχάλασα (subj αποχαλάσω)
  • ① trans destroy or damage completely (near-syn αποκαταστρέφω L):
    • αντί να διορθώσει την ταινία, την αποχάλασε |
    • η τρομερή έκρηξη αποχάλασεκαι ό,τι εσωζόταν ακόμη από τη γοτθική στοά (Karouzos) |
    • δεν το μπορούσε να ρίξει του βαποριού να τ' αποχαλάσει (Vlami)
  • ② intr be destroyed, damaged, or spoiled completely:
    • η στέγη αποχάλασε απ' τον καιρό και θέλει άλλαγμα |
    • το φαγητό αποχάλασε
  • ⓐ become totally corrupt:
    • το παιδί του αποχάλασε από τότε που άφησε το σχολείο

[fr postmed, MG αποχαλώ (cpd w. χαλώ); cf AG αποχαλώ 'slack away']

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες