Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αποχαλινώνω
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
αποχαλινώνω [apoxalinόno] aor αποχαλίνωσα (subj αποχαλινώσω), mi αποχαλινώνομαι, aor αποχαλινώθηκα (subj αποχαλινωθώ), pf & plupf έχω-είχα αποχαλινωθεί (L)
  • ① cause to be unrestrained, unleash, unbridle, loose:
    • η συμπεριφορά των αστυνομικών αποχαλίνωσε τους διαδηλωτές |
    • θυσίασαν όλα αυτά τα σχέδια για ν' αποχαλινώσουν και να εξαπολύσουν εναντίον μας όλα τα πάθη τους (Christidis)
  • ② mi αποχαλινώνομαι lose all (moral) restraint, run amok or wild, be on a rampage (syn εκτραχηλίζομαι, ξεχαλινώνομαι):
    • αποχαλινώνεται η δικαιοσύνη, η προπαγάνδα |
    • αποχαλινώθηκαν τα ήθη, οι ιδιοτροπίες, τα πάθη |
    • δεν ήταν μόνο οι πεινασμένοι στρατιώτες που αποχαλινώθηκαν, αλλά και πολλοί φυλακισμένοι, φονιάδες κλ (Petsalis) |
    • είχε ν' αντιμετωπίσει την αντίδραση όλων εκείνων, που είχαν αποχαλινωθεί και παραστρατίσει σε ποικίλες παρανομίες (Vacalop)

[fr kath αποχαλινώ ← K, AG αποχαλινώ (-όω), cpd w. χαλινός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες