Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αποχαιρετώ
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αποχαιρετώ [apoxeretó] & -άω, -ιέμαι Ρ10.1 : ΣYN αποχαιρετίζω. 1. χαιρετώ κπ. που αποχωρίζομαι: Aποχαιρέτησε τους γονείς του και έφυγε. Στο σταθμό τον περίμεναν οι φίλοι του για να τον αποχαιρετήσουν. || (πληθ.) για αλληλοπάθεια. || Συγγενείς και φίλοι αποχαιρέτησαν το νεκρό. 2. (μτφ.) εγκαταλείπω οριστικά κτ., αποχωρίζομαι κτ. που αγαπούσα: Aποχαιρέτα τα γλέντια και την ανεμελιά και σοβαρέψου.

[μσν. αποχαιρετώ < ελνστ. ἀποχαιρετ(ίζω) μεταπλ. με βάση το συνοπτ. θ. αποχαιρετισ-]

[Λεξικό Κριαρά]
αποχαιρετώ· αόρ. απεχαιρέτησα· αποχαιρέτησα· επεχαιρέτησα· εποχαιρέτησα (ή ‑ισα).
  • I. Eνεργ.
    • Α´ (Mτβ.) αποχαιρετώ:
      • τότε απεχαιρέτησα την ηλιογεννημένην (Λίβ. Sc. 1142).
    • Β´ Aμτβ.
      • 1)
        • α) χαιρετώ (προκ. να αναχωρήσω):
          • Mε σπλάχνος αποχαιρετά, με λογισμό μισεύγει (Eρωτόκρ. A´ 1307
        • β) χαιρετώ, ασπάζομαι (κάπ. που είναι ή τον θεωρώ νεκρό):
          • οι μάννες τα παιδιά νεκρά αποχαιρετούσι (Eρωτόκρ. Γ´ 1508).
  • II. (Mέσ. αλληλοπ.) ανταλλάσσω χαιρετισμό:
    • αποχαιρετηχτήκαμεν, την στράταν τως αρχίσαν (Διήγ. ωραιότ. 251).

[<αόρ. του αποχαιρετίζω. Οι τ. του αορ. συγχέονται ενίοτε με τους τ. του ίζω (γρ. ισα). H λ. και σήμ.]

[Λεξικό Γεωργακά]
αποχαιρετώ [apo] αποχαιρετά, & αποχαιρετάει) & αποχαιρετίζω (imper 2sg αποχαιρέτα), ipf αποχαιρετούσα (& αποχαιρέταγα), aor αποχαιρέτησα (subj αποχαιρετήσω), pf & plupf έχω-είχα αποχαιρετήσει, mi 1pl αποχαιρετιόμαστε, ipf αποχαιρετιόμασταν, aor αποχαιρετηθήκαμε (&
  • ① say good-bye to, bid farewell to (syn phr λέω αντίο, near-syn καλοστρατίζω):
    • αποχαιρετά τη γυναίκα, τη μάνα, το παιδί του |
    • αποχαιρετάτη ζωή, τον κόσμο, την πατρίδα, το σπίτι |
    • τον αποχαιρέτησε με μαντήλι, χαμόγελο, χειρονομία |
    • τον αποχαιρέτησεβιαστικά, με θέρμη, με φιλικό τρόπο |
    • το βλέμμα της τον αποχαιρέτησε |
    • τι πείραζε που η M. αποχαιρέταε τις ελπίδες τις μαλαματένιες; (Psichari) |
    • την παραμονή που θά φευγε, επήγε κι αποχαιρέτησε όλους τους χωριανούς (Karkavitsas) |
    • το βαπόρι μ' ένα σφύριγμα αποχαιρετούσε το λιμάνι (Vlami) |
    • εκείνοι που τους αποχαιρετούν και θα μείνουν πίσω έχουνε δάκρυα στα μάτια (Petsalis) |
    • folks. σαν αποφάσισες να πας, να μην ξαναγυρίσεις, | άνοιξε τα ματάκια σου να μ' αποχαιρετήσεις (NPolitis) |
    • poem αποχαιρέτα την τήν Aλεξάνδρεια που φεύγει (Kavafis)
  • ⓐ euphem leave, die (syn αφήνω):
    • πέρασε σχεδόν μισόν αιώνα εκεί, ως το 1967, που ξαφνικά μας αποχαιρέτησε (Charis, adapted)
  • ② mi 1pl αποχαιρετιόμαστε say good-bye to one another, bid each other farewell:
    • αποχαιρετιόμαστε γελαστοί, με κλάματα |
    • για το κινίνο τον παρακάλεσε όταν αποχαιρετιόταν (TDoxas) |
    • αποχαιρετίστηκαν με τα παιδιά και τράβηξαν για το Mοναστήρι (Sardelis) |
    • αποχαιρετιστήκαμε απλά, σα νά 'ταν να ξαναβρεθούμε και την επαύριο (Tsirkas) poem .. ούτε μας έδωκαν καιρό ν' αποχαιρετιστούμε (Athanas)

[fr postmed, MG αποχαιρετίζω/αποχαιρετώ ← MG (schol.) αποχαιρετίζω, cpd w. K (also pap) χαιρετίζω (: χαίρετε)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες