Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αποφράζω
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αποφράζω [apofrázo] -ομαι & αποφράσσω [apofráso] -ομαι Ρ αόρ. απέφραξα και (σπάν.) απόφραξα, απαρέμφ. αποφράξει, παθ. αόρ. αποφράχτηκα, απαρέμφ. αποφραχτεί : 1.φράζω κτ. εντελώς: Aποφραγμένοι αγωγοί / αποφραγμένα αγγεία, βουλωμένα. 2. ξεβουλώνω.

[μσν. αποφράζω < αρχ. ἀποφράσσω μεταπλ. κατά το φράσσω > φράζω· λόγ. < αρχ. ἀποφράσσω]

[Λεξικό Κριαρά]
αποφράζω.
  • (Πιθ.) κλείνω, φράζω εντελώς:
    • (Tζάνε, Kρ. πόλ. 2811).

[<αρχ. αποφράσσω. H λ. και σήμ.]

[Λεξικό Γεωργακά]
αποφράζω [apofrázo] (& L αποφράσσω) aor απόφραξα (subj αποφράξω), pass 3sg αποφράζεται, aor αποφράχτηκε, pf & plupf είναι-ήταν αποφραγμένος
  • ① trans block, obstruct, stop (syn φράζω):
    • ~ σχισμή, τρύπα (syn βουλώνω, στουμπώνω) |
    • ~ δρόμο, λιμάνι, πέρασμα (syn μπλοκάρω) |
    • ~ διαρροή stop or plug a leak (syn σταματώ, φιμώνω) |
    • ο θρόμβος μπορεί ν' αποφράξει τη ροή του αίματος |
    • η όγδοη μεραρχία είχε εντολή ν' αποφράξει την κάθοδο του εχθρού (Terzakis) |
    • για να προστατεύσει τον άνθρωπο από την απογοήτευση, αποφράσσει την προοπτική της δημιουργίας (Despotop) |
    • η οπίσθια πύλη δεν ήταν αποφραγμένη και δεν άργησαν να την ανακαλύψουν οι γενίτσαροι (Floros)
  • ② intr be blocked up, be choked:
    • poem μα εχάθη ο λάλος μέσ' τα σπλάχνα του κι απόφραξε ο λαιμός του (Kazantz Od 23.1190)

[fr MG (αποφράζω) αποφράσσω ← K (also pap), AG]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες