Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αποφλοιώνω
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αποφλοιώνω [apoflióno] -ομαι Ρ1 : αφαιρώ με μηχανικά μέσα τη φλούδα φυτού ή καρπού: Aποφλοιωμένο ρύζι. Aποφλοιωμένες ντομάτες σε κονσέρβα, ξεφλουδισμένες.

[λόγ. < ελνστ. ἀποφλοι(ῶ) -ώνω]

[Λεξικό Γεωργακά]
αποφλοιώνω [apoflióno] aor subj αποφλοιώσω, mediop αποφλοιώνομαι (L)
  • ① remove the outer skin (hull, shell etc) of, skin, husk or peel (syn ξεφλουδίζω):
    • ~ δημητριακά, φρούτα |
    • ο καρπός αποφλοιώνεται από το περίβλημά του
  • ⓐ mi αποφλοιώνομαι lose one's skin or outer layer, peel (syn ξεφλουδίζω):
    • άρχισαν να αποφλοιώνονται οι τοιχογραφίες του Γκιρλαντάγιο (Athanasiadis-N)
  • ② fig strip of superficial covering, uncover, peel:
    • αποφλοιώνει τη ζωή απ' όλες τις κωμικές συμβατικότητες (TAthanasiadis) |
    • αποφλοιώνει το γράμμα και τα γεγονότα [της βίβλου] και εισχωρεί στις ιδέες (Theodorakop) |
    • υπάρχουν φιλοσοφήματα, που πρέπει να τ' αποφλοιώσομε για να γευθούμε την ουσία τους (id.)

[fr kath αποφλοιώ ← MG (Nonnus, 4th c.) αποφλοιώ (-όω), cpd w. φλοιός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες