Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: απουσιάζω
4 εγγραφές [1 - 4]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
απουσιάζω [apusiázo] Ρ2.1α : 1α.δε βρίσκομαι σε ένα συγκεκριμένο χρόνο στον τόπο όπου θα έπρεπε να είμαι ή όπου συνήθ. είμαι· λείπω: Ο γιατρός δε θα δεχτεί επισκέψεις, γιατί θα απουσιάσει. Πήγα σπίτι του να τον δω, μου είπαν όμως ότι απουσιάζει. || (ειδικότ.) λείπω από το σχολείο ή από το χώρο εργασίας, όπου υποχρεωτικά έπρεπε να βρίσκομαι: Aπουσιάζει συχνά από το σχολείο, γιατί είναι φιλάσθενο παιδί, κάνει απουσίες. Πήρε άδεια από τον προϊστάμενό του να απουσιάσει δύο ώρες από την υπηρεσία του. β. λείπω από μια κοινή προσπάθεια ή δραστηριότητα, αρνούμαι ή αποφεύγω να συμμετάσχω και να συμβάλω σε αυτή, είμαι απών: Σε όλες τις δύσκολες ώρες της ζωής της, η οικογένειά της απουσίαζε. Δεν πρέπει να απουσιάσει κανένας από το προσκλητήριο της πατρίδας / από τη σταυροφορία για την προστασία της φύσης. 2. για κτ. που λείπει από κάπου όπου η παρουσία του θεωρείται συνήθ. απαραίτητη ή χρήσιμη: Aπό το έργο του απουσιάζει η πρωτοτυπία. Όταν απουσιάζουν τα τεχνικά μέσα, η καθημερινή ζωή γίνεται δύσκολη. Aπό τις ενέργειές του απουσιάζει η ιδιοτέλεια και η υστεροβουλία.

[λόγ. απουσί(α) -άζω μτφρδ. γαλλ. être absent, s΄absenter (διαφ. το ελνστ. ἀπουσιάζω `αποβάλλω την περιουσία΄)]

[Λεξικό Γεωργακά]
απουσιάζω [apusiázo] ipf απουσίαζα, aor απουσίασα (subj απουσιάσω) (L)
  • ① be absent, be away (syn είμαι απών, λείπω, ant είμαι παρών):
    • η κυρία απουσιάζει από το σπίτι |
    • ο υπάλληλος απουσιάζει από το γραφείο |
    • κατά τον γραπτό λόγο απουσιάζει ο συνομιλητής (Geros) |
    • είναι άπειρες οι περιπτώσεις όπου οι γονείς απουσιάζουν από την αγωγή των παιδιών τους (Papanoutsos) |
    • οι παράφρονες δεν απουσίασαν ποτέ από την ιστορία (Theodorakop) |
    • αν ο βασιλιάς απουσιάσει από το κράτος, η αντιβασιλεία αναθέτεται στο διάδοχο (Christidis EΣ)
  • ⓐ be absent, absent o.s., fail to attend (ant είμαι παρών):
    • οι μαθητές απουσίασαν από το σχολείο
  • ② be absent, be lacking (syn ελλείπω, λείπω):
    • σε όλες τις άλλες πολιτείες η θεατρική ζωή ή απουσιάζει ή συντηρείται από μικροθιάσους (Thrylos) |
    • ο διάλογος απουσιάζει ολότελα από την Πάπισσα Iωάννα (του Pοΐδη) (Sachinis) |
    • η έμπνευση δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί εκεί που απουσιάζει η τεχνική γνώση (Dizikirikis)

[fr kath απουσιάζω ← PatrG ← LK 'waste']

[Λεξικό Γεωργακά]
απουσιάζων1 [apusiázon] ο, (L)
  • absent person (syn ο απών):
    • ο υπουργός τιμωρεί τους απουσιάζοντες

[substantiv. m of απουσιάζων2]

[Λεξικό Γεωργακά]
απουσιάζων2, -ουσα [apusiázon] (L)
  • absent, not present (syn απών, ant παρών):
    • οι απουσιάζοντες υπάλληλοι θα απολυθούν |
    • εμφανίσθηκε η απουσιάζουσα γνωστή μας

[fr kath απουσιάζων, prp of απουσιάζω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες