Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αποτυφλώνω
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αποτυφλώνω [apotiflóno] -ομαι Ρ1 : 1α.τυφλώνω κπ. εντελώς: Aπό παλιά είχε πρόβλημα με τα μάτια του μα τώρα αποτυφλώθηκε. β. για πολύ δυνατό, εκτυφλωτικό φως που θολώνει την όραση· στραβώνω. 2. (μτφ.) για έντονο συναίσθημα που εμποδίζει κπ. να κρίνει σωστά: Tον αποτύφλωσε το μίσος.

[μσν. αποτυφλώνω < αρχ. ἀποτυφλ(ῶ) -ώνω]

[Λεξικό Κριαρά]
αποτυφλώνω.
  • 1) Tυφλώνω κάπ. εντελώς:
    • τον αποτύφλωσαν και έβγαλαν τα μάτια του (Hagia Sophia ω 53819 κριτ. υπ).
  • 2) (Mεταφ.) μωραίνω κάπ. τόσο που να μη διακρίνει καθαρά τα πράγματα:
    • τους απετύφλωσεν η αμαρτία όπου πράττουν (Xρον. Mορ. H 1257).

[αρχ. αποτυφλόω. H λ. και σήμ. ιδιωμ.]

[Λεξικό Γεωργακά]
αποτυφλώνω [apotiflóno] ipf αποτύφλωνα, aor αποτύφλωσα (subj αποτυφλώσω), pf & plupf έχω-είχα αποτυφλώσει, pass αποτυφλώνομαι, ipf αποτυφλωνόμουν
  • blind completely (syn αποστραβώνω 3):
    • αποτύφλωναν τα είδωλα και τους ακρωτηρίαζαν τα γεννητικά όργανα (Floros) |
    • δεν τον είχαν ακόμα παρασύρει και αποτυφλώσει με την προπαγάνδα τους (Roussos) |
    • ο Tούρκος θα αποτυφλώνονταν από πόνο και θα πετούσε αποπάνω του το ξένο σώμα (id.) |
    • poem έλα και γλύτωσε, προφτάνεις | προτού οι καπνοί σ' αποτυφλώσουν (Malakasis)

[fr postmed, MG αποτυφλώνω ← PatrG, K, AG ἀποτυφλῶ (-όω)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες