Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αποτυπώνω
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αποτυπώνω [apotipóno] -ομαι Ρ1 : 1α.σχηματίζω το περίγραμμα της μορφής ενός σώματος σε μια επιφάνεια, πιέζοντάς το επάνω σε αυτή, σχηματίζω το αποτύπωμά του: Tα ίχνη των ποδιών του / των τροχών αποτυπώθηκαν πάνω στο μαλακό χιόνι / στη λάσπη. H σφραγίδα αποτυπώνεται στο κερί ή σε άλλο εύπλαστο υλικό. || ~ ένα κείμενο στο χαρτί, με τυπογραφική μέθοδο. ~ ένα σχέδιο πάνω στο ύφασμα, κάνω τη στάμπα. β. σχεδιάζω κτ. με ακρίβεια, κάνω αποτύπωση: ~ την αρχιτεκτονική μορφή ενός κτιρίου. 2. (μτφ.) α. εκφράζω κτ. με παραστατικότητα και με ακρίβεια: Στα ποιήματά του αποτυπώνει τη μεταφυσική του αγωνία. Στο πρόσωπό του ήταν αποτυπωμένη η θλίψη / η ευτυχία. β. θυμάμαι κτ., το διατηρώ στη μνήμη μου πολύ ζωηρά, το εντυπώνω: Εικόνες που έχουν αποτυπωθεί ανεξίτηλα (στη μνήμη μου). Aποτύπωσα τη μορφή του τόσο καθαρά, ώστε αν τον ξαναδώ θα τον αναγνωρίσω αμέσως.

[λόγ.: 1: ελνστ. ἀποτυπ(ῶ) -ώνω· 2: σημδ. γερμ. sich ausprägen]

[Λεξικό Γεωργακά]
αποτυπώνω [apotipóno] ipf αποτύπωνα, aor αποτύπωσα (subj αποτυπώσω), pf & plupf έχω-είχα αποτυπώσει, mediop αποτυπώνομαι, ipf αποτυπωνόμουν, aor αποτυπώθηκα (subj αποτυπωθώ), pf & plupf έχω-είχα αποτυπωθεί, είμαι-ήμουν αποτυπωμένος (L)
  • ① make an impression, print, stamp (syn σταμπάρω):
    • ~ σφραγίδα στο χαρτί |
    • ~ σχέδιο σε πηλό |
    • ~ |
    • είχε εφεύρει μια μηχανή για να αποτυπώνει την ταχυδρομική αξία |
    • απαγορεύονται τα ρουζ των χειλέων, που θα αποτύπωναν την ερυθρή τους ασέβεια στο ιερό πρόσωπο του αγίου (Palaiologos) |
    • οι χλαίνες τους, που είχαν κοκκαλώσει, αποτύπωναν το σχήμα του κορμιού τους (TAthanasiadis) |
    • poem αποτύπωσαν τον ήσκιο τους επάνω στην πέτρα (Themelis)
  • ⓐ fig impress, mark, fix (syn εντυπώνω):
    • αποτύπωνε τη μορφή σου στη μνήμη της (Chatzinis) |
    • η ενετοκρατία δεν φαίνεται ν' αποτύπωσε βαθιά τ' αχνάρια της στη γλώσσα (Floros) |
    • ήταν επόμενο ν' αποτυπώνουν σε όλους τους άρχοντες το χαρακτηρισμό των συνεργατών των κατακτητών (Vacalop)
  • ② make a record of, record, capture (near-syn εγγράφω, εντυπώνω, καταγράφω, συλλαμβάνω):
    • ~ εντυπώσεις, επεισόδια, οράματα, συναισθήματα |
    • ~ τη ζωή, το κλίμα της εποχής |
    • ~ ανεξίτηλα, ζωντανά, πιστά |
    • το μαγνητόφωνο αποτυπώνει τη φωνή |
    • τηλεοπτικά συνεργεία αποτύπωσαν το γεγονός, για να το μεταδώσουν |
    • στις σελίδες του μέσα αποτύπωσε τη φιλοσοφική του αισιοδοξία (Palam) |
    • ο B. ακολουθούσε τη γλώσσα του λαού, την αποτύπωνε ολοζώντανη κι ατόφια (Melas) |
    • η προσωπογραφία αποτυπώνει όλη την πνευματικότητα του ποιητή (Papatsonis) |
    • η μνήμη μου δεν έχει αποτυπώσει παρά μερικές φωτογραφίες (Ouranis)
  • ⓑ make an architectural drawing or description of:
    • οι αρχαιολόγοι θα αποτυπώσουν το κτίριο
  • ③ mediop αποτυπώνομαι be imprinted, stamped or fixed (syn εντυπώνομαι):
    • η αγωνία, η έγνοια, ο μορφασμός αποτυπώθηκε στο πρόσωπό του |
    • η ιδέα (or η μορφή) αποτυπώθηκε στο μυαλό του |
    • με την φράγκικη κατάκτηση αρχίζει ν' αποτυπώνεται ο ελληνικός εθνικός χαρακτήρας στην ορθόδοξη εκκλησία (Vacalop) |
    • τα θεία δάκτυλά του αποτυπωθήκανε στα πλευρά του ψαριού (Segditsas) |
    • η θεωρητική συνείδηση της αποστολής του έχει αποτυπωθεί στις επιστολές προς τον αγαπημένο του αδελφό (Kanellop) |
    • το λεπτό πνεύμα της αθηναϊκής τέχνης είναι αποτυπωμένο πάνω στο οικοδόμημα (Varelas)

[fr kath αποτυπώ ← PatrG ← K, AG ἀποτυπῶ (-όω)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες