Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αποτυμπανίζω
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
αποτυμπανίζω [apotimbanízo] ipf αποτυμπάνιζα (L) AG hist
  • execute by clubbing:
    • οι αβρόβιοι Ίωνες της Aττικής αποτυμπάνιζαν τους δούλους (Panagiotop)

[fr kath αποτυμπανίζω ← PatrG, K (also pap), AG]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες