Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αποτυμπανίζω [apotimbanízo] ipf αποτυμπάνιζα (L) AG hist
- execute by clubbing:
- οι αβρόβιοι Ίωνες της Aττικής αποτυμπάνιζαν τους δούλους (Panagiotop)
[fr kath αποτυμπανίζω ← PatrG, K (also pap), AG]
- execute by clubbing: