Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αποτρώγω
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Κριαρά]
αποτρώγω· αόρ. επέφαγα· επόφαγα.
  • Tελειώνω το φαγητό, παύω να τρώγω:
    • (Διγ. O 1385).

[<πρόθ. από + τρώγω. H λ. και σήμ. ιδιωμ.]

[Λεξικό Γεωργακά]
αποτρώγω [apotróγo] (& αποτρώω & Kazantz ποτρώω) ipf απότρωγα, (aor
  • supplied by απόφαγα g.v.) finish eating, eat up:
    • σαν απότρωγες, απήθωνες στα κούτελα των μουζικάντηδων δυο χρυσά δουκάτα (Kazantz) |
    • καθώς απότρωγαν, κάποιος χτύπησε την έξω πόρτα (Petsalis) |
    • μέσα στη βάρκα απότρωγε το ψωμί του και σκεφτότανε (Chatzis) |
    • poem .. όντας ποτρών και λιχουδέψει ο νους κ' έρθει η γλυκιά κουβέντα (Kazantz Od 9.658) [fr postmed (Somavera), MG αποτρώγω ← K, AG] S. also απόφαγα.
< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες