Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αποτρυγώ
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Κριαρά]
αποτρυγώ.
  • Tρυγώ, μαζεύω σταφύλια:
    • (Λίβ. N 2199).

[μτγν. αποτρυγάω. H λ. και σήμ. ιδιωμ.]

[Λεξικό Γεωργακά]
αποτρυγώ [apotriγó] αποτρυγά, aor αποτρύγησα (subj αποτρυγήσω), pf & plupf έχω-είχα αποτρυγήσει
  • ① finish harvesting grapes, finish the vintage:
    • καλοκαίρι ήταν, είχαν αποτρυγήσει πια τ' αμπέλια (Myriv) |
    • poem τρύγησαν, αποτρύγησαν δεν το χασομερήσαν, | στ' αλώνι στήσανε χορό κλ (Athanas)
  • ② suck up or finish sucking nectar:
    • poem .. οι ακακίες την ξανθή στη γη ετινάξαν κόμη, | αφού την αποτρύγησε πολύβοο το μελίσσι (Zevgoli)
  • ⓐ fig gather or exploit fully (near-syn απομυζώ 1b):
    • καμιά ερμηνεία δεν θα μπορέσει ν' αποτρυγήσει το νόημα του έργου του (Theodorakop, adapted) |
    • poem πόθοι νόθοι, κρυφοί και πόθοι στείροι | που αποτρυγάτε το άρρωστο όνειρό μου (Gryparis)

[fr postmed (Somavera), MG αποτρυγώ ← PatrG, K ἀποτρυγῶ (-άω)]

[Λεξικό Γεωργακά]
αποτρύγωση [apotríγosi] η, (L) dent.
  • removal of tartar fr teeth, scaling

[fr kath (neol) αποτρύγωσις, cpd w. τρυγώ (-όω)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες