Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αποτριχώνω
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αποτριχώνω [apotrixóno] -ομαι Ρ1 : κάνω αποτρίχωση: Aποτριχωμένες μασχάλες.

[λόγ. αποτρίχ(ωσις) -ώ > -ώνω (αναδρ. σχημ.)]

[Λεξικό Γεωργακά]
αποτριχώνω [apotrixóno] ipf αποτρίχωνα, aor αποτρίχωσα, mi αποτριχώνομαι (L)
  • ① remove (body) hair, depilate (syn αποψιλώνω):
    • αποτρίχωσε τις μασχάλες της |
    • αποτρίχωνε τις γάμπες της με ζυμωμένη ζάχαρη (Tsirkas)
  • ② mi αποτριχώνομαι remove one's (body) hair, depilate o.s.:
    • (είσαι) άξιος μονάχα ν' αποτριχώνεσαι μ' ελαφρόπετρα, για να μοιάζεις με γυναίκα (Roufos)

[fr kath (neol) αποτριχώ, der of MG (Eustathius) απότριχος; cf Fr dépiler]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες