Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αποτρελαίνω [apotreléno] -ομαι Ρ7.1 : 1.τρελαίνω κπ. εντελώς, επιδεινώνω την κατάσταση κάποιου που είναι τρελός ή πολύ ιδιότροπος ή ιδιόρρυθμος: Όταν είδε να καταστρέφεται όλη η περιουσία του, αποτρελάθηκε. Aυτός όσο γερνάει αποτρελαίνεται. 2. (μτφ.) εκνευρίζω κπ. υπερβολικά με την ενόχληση που του προκαλώ: Mας αποτρέλαναν αυτά τα παιδιά με τις φωνές και με τις γκρίνιες τους.
[απο- τρελαίνω]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αποτρελαίνω [apotreléno] (sp. also αποτρελλαίνω) aor αποτρέλανα (subj αποτρελάνω), mi αποτρελαίνομαι, aor αποτρελάθηκα, pf & plupf έχω-είχα αποτρελαθεί
- ① make s.o. utterly crazy, drive s.o. crazy (syn αποζουρλαίνω):
- τον αποτρέλανε με την ομορφιά της, με τις φωνές της |
- τον αποτρέλανε ο πόνος, ο φόβος |
- αναγκάσθηκε να την πιάσει απ' τη μέση· αυτό όμως τον μάγεψε, τον αποτρέλανε (Xenop) |
- ήρθε το καραβάνι κι απήθωσε το βιος του στην αγορά και τις αποτρέλανε τις μεγάλες κυράδες (Panagiotop) |
- poem .. μπορούνε | μαθές και τον περίσσια φρόνιμο ν' αποτρελάνουν τούτοι (Homer Od 23.12 Kaz-Kakr)
- ② mi αποτρελαίνομαι become utterly crazy, go crazy (syn απομουρλαίνομαι):
- αποτρελάθηκε όταν πέθανε η γυναίκα του |
- ο μπάρμπα-Θωμάς είχε πια αποτρελαθεί και πήδαγε σαν το τσακάλι (KRados)
[cpd w. τρελαίνω]
- ① make s.o. utterly crazy, drive s.o. crazy (syn αποζουρλαίνω):